- σαρανταήμερο
- σαρανταήμερο, το και σαραντάμερο, τοπερίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τεσσαρακονθήμερος — η, ο / τεσσαρακονθήμερος, ον, ΝΜΑ, και τεσσαρακονταήμερος και τεσσαρανθήμερος, ον, ΜΑ αυτός που έχει διάρκεια σαράντα ημερών ή αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών (α. «τεσσαρακονθήμερη νηστεία» το σαρανταήμερο β. «τεσσαρακονθήμερον… … Dictionary of Greek
σαρακοστή — η, Ν 1. περίοδος νηστείας πριν από τα Χριστούγεννα που διαρκεί 40 ημέρες, σαρανταήμερο 2. (κατ επέκτ.) κάθε νηστεία μεγάλης διάρκειας που γίνεται για θρησκευτικούς λόγους 3. φρ. α) «Μεγάλη Σαρακοστή» εκκλ. η περίοδος τών σαράντα ημερών νηστείας… … Dictionary of Greek
σαραντάμερο — και σαρανταήμερο, το, Ν 1. χρονική περίοδος σαράντα ημερών 2. εκκλ. η νηστεία πριν από τα Χριστούγεννα, η οποία διαρκεί 40 ημέρες από τις 15 Νοεμβρίου ώς τις 25 Δεκεμβρίου 3. παροιμ. «σαραντάμερο σαραντάγνωμο» λέγεται για να δηλώσει τις άστατες… … Dictionary of Greek